στᾶσι

στᾶσι
ἵστημι
make to stand
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
στάζω
drop
fut part act masc/neut dat pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στάσι — στάσις placing fem voc sg στάσῑ , στάσις placing fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στασίνου — Στασί̱νου , Στασῖνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στασίνῳ — Στασί̱νῳ , Στασῖνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στάσις — στάσῑς , στάσις placing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) στάσις placing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • καραβοστάσι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (389 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πέρδικας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό… …   Dictionary of Greek

  • κοπροστάσι — το τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στάσι (< στά σιον < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στᾰ μεν, στᾰ τός + κατάλ. σιον), πρβλ. εικονο στάσι, λιο στάσι] …   Dictionary of Greek

  • χοροστάσι(ο) — και διαλ. τ. χοροστασό, το, Ν 1. χώρος όπου γίνονται χοροί 2. το μέρος τού ναού, όπου στέκεται ο χορός τών ψαλτών, αλλ. ψαλτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάσι(ο)* (πρβλ. εικονο στάσι[ο]). Η λ., στον λόγιο τ. χοροστάσιον, με την πρώτη σημ.… …   Dictionary of Greek

  • στᾶσ' — στᾶσα , ἵστημι make to stand aor part act fem nom/voc sg στᾶσι , ἵστημι make to stand aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) στᾶσαι , ἵστημι make to stand aor part act fem nom/voc pl στᾶσαι , ἵστημι make to stand aor imperat mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγελαδοστάσι — το το μέρος όπου εκτρέφονται και συντηρούνται αγελάδες, βουστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + στάσι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”